αγγίνιο καινούργιο αγλάκι τρέξιμο αγλακιχτής δρομέας αδιάρμιστος ακατάστατος , αταχτοποίητος αθιβολή σκέψη, κουβέντα άθος στάχτη αλαργέρνω απομακρύνομαι αλάργο μακριά αμνώγω ορκίζομαι αμολέρνω αφήνω, ελευθερώνω αμπελικός αγροφύλακας αμπλά αδελφή αμπώθω σπρώχνω αναβαστώ υποβαστάζω, στηρίζω αναδακρυώνω δακρύζω, βουρκώνω αναντρανίζω σηκώνω τα μάτια ανάπλα κουβέρτα αναστεναμένος καημένος, ταλαίπωρος αναστορούμαι θυμάμαι ανεβόλεμα ανήφορος ανεμίζω προαισθάνομαι ανεστορούμαι θυμούμαι αντέτι συνήθεια […]