News & Events
Η πόλη του Ηρακλείου, ως οικισμός, υπήρχε από το 1000-950πΧ, γύρω από το σημερινό Ενετικό λιμάνι. Ο οικισμός αυτός, που ονομαζόταν Ηράκλειο, ήταν επίνειο της Κνωσού.
Βυζαντινή και Αραβική εποχή.
Πολύ αργότερα, κατά τη Βυζαντινή περίοδο, ο οικισμός εξακολουθούσε να υπάρχει και ονομαζόταν Κάστρο, λόγω της οχύρωσης του με τείχος. Έχουν βρεθεί ίχνη του Βυζαντινού τείχους κοντά στο λιμάνι του Ηρακλείου. Το 824μΧ το Βυζαντινό Κάστρο έπεσε στα χέρια των Σαρακηνών Αράβων του Αμπού Χαφς Ομάρ ή Απόχαψη. Η ως τότε πρωτεύουσα της Κρήτης, η Γόρτυνα, καταστράφηκε, καθώς δεν ήταν παραθαλάσσια και δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες των πειρατών Σαρακηνών. Αντίθετα το μικρό κάστρο του Ηρακλείου θεωρήθηκε ότι μπορούσε να αποτελέσει τη νέα βάση για τις ληστρικές τους επιδρομές στη Μεσόγειο.
Αφού μετέφεραν την πρωτεύουσα στο Κάστρο, την οχύρωσαν ισχυρά. Η αραβική οχύρωση του Ηρακλείου είναι σήμερα γνωστή. Ξεκινούσε από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, ακολουθούσε την εξωτερική γραμμή των οδών Δαιδάλου και Χάνδακος, και κατέληγε στη θάλασσα. Το τείχος ήταν χτισμένο με άψητους πλίνθους, φτιαγμένους από τρίχες αιγών και χοίρων. Το τείχος ήταν αρκετά πλατύ, ώστε να μπορούν να περνούν ταυτόχρονα δύο άμαξες. Από την απέξω μεριά είχε ανοιχτεί βαθειά τάφρος, στην οποία μπορούσε να διοχετευθεί νερό από τη θάλασσα και να περικυκλώσει την πόλη σε μια ώρα. Εξαιτίας της τάφρου αυτής, οι Άραβες ονόμασαν το Ηράκλειο «φρούριο της Τάφου» (Rabdh el Khantak), ονομασία που παρέμεινε για αιώνες (εξελλ. Χάνδακας).
Οι Βυζαντινοί επεδίωξαν την επιστροφή της Κρήτης στα χέρια τους, λόγω της γεωστρατηγικής σημασίας της, αλλά για να εξοντώσουν τους πειρατές που θέριζαν στις θάλασσες. Ωστόσο, η σπουδαία οχύρωση του Χάνδακα, κράτησε τους Βυζαντινούς μακρυά για πολύ καιρό από τους. Μετά από πολλές συνεχόμενες αποτυχημένες προσπάθειες, ο Νικηφόρος Φωκάς το 961μΧ, κατάφερε και απελευθέρωσε την Κρήτη. Φοβούμενος πιθανή επιστροφή των Αράβων, ο Φωκάς κατέστρεψε την οχύρωση της τάφρου και έκτισε το φρούριο Ρόκκα στο Κανλί Καστέλι (Προφήτης Ηλίας). Σε λίγο καιρό ο Χάνδακας ξαναγέμισε με κόσμο και οι Βυζαντινοί ξανάκτισαν ισχυρή οχύρωση. Τα τείχη αυτά κτίστηκαν πάνω στα αραβικά, ενώ μια πύλη τους κτίστηκε στο σημείο του κτιρίου Ακτάρικα (δίπλα στα λιοντάρια). Η πύλη έγινε γνωστή με το όνομα Μεγάλη Καμάρα (Voltone) από τους Ενετούς.
Μετά την ανάκτηση της Κρήτης, οι Βυζαντινοί ασχολήθηκαν προσεκτικότερα με την άμυνα της, κατασκευάζοντας κι άλλα οχυρωματικά άργα στα παράλια του νησιού. Συγχρόνως εγκατέστησαν μόνινες στρατιωτικές φρουρές με στρατιώτες από όλη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία για να αποκρούουν τις πειρατικές επιδρομές. Οι φρουροί αυτοί δημιούργησαν μικρούς οικισμούς, τα ονόματα των οποίων ακόμη και σήμερα προδίδουν την ιστορία τους (Αρμένοι, Βάρβαροι, Σκλάβοι, κα).
Η Ενετική Οχύρωση του Χάνδακα
Το 1206, μετά από 2.5 περίπου αιώνες της βυζαντινής παρουσίας στο νησί, οι Γενουάτες με τον κόμη της Μάλτας Ερρίκο Πεσκατόρε και με τη βοήθεια του φίλου του Αλαμάνο ντα Κόστα κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος της Κεντρικής Κρήτης. Έπειτα οχύρωσαν τα τρία μεγάλα φρούρια του Χάνδακα, της Σητείας και του Ρεθύμνου και δώδεκα άλλα μικρότερα σε επίκαιρες θέσεις.
Την άνοιξη του 1209, οι Ενετοί κατάφεραν να εκπορθήσουν το φρούριο Παλιόκαστρο στα Ληνοπεράματα και τον Μάιο του 1217 κατάφεραν να εκδιώξουν εντελώς τους Γενουάτες. Έτσι πλέον η Κρήτη ήταν στα χέρια τους για ακόμη 4.5 αιώνες. Οι Ενετοί βρήκαν τον Χάνδακα οχυρωμένο με τα βυζαντινά τείχη. Επισκεύασαν τα τείχη και τα προσάρμοσαν στις απαιτήσεις της πολεμικής τέχνης της εποχής, που στηριζόταν στη λόγχη, στο ξίφος, το δόρυ, το τόξο (ατομικά) και στις πολιορκητικές μηχανές, τον κριό, τον καταπέλτη, τη βαλλίστρα, τους πύργους ή χελώνες, και το υγρό πυρ (ομαδικά). Στο αναμορφωμένο αυτό τείχος ενσωματώθηκαν και πολλά τμήματα του Βυζαντινού. Το ενετικό τείχος, όπως τελικά διαμορφώθηκε, είχε ευθύγραμμες πλευρές με πύργους κατά αποστάσεις και ξεκινώντας από το Μπεντενάκι ακολουθούσε τις οδούς Χάνδακα και Δαιδάλου, με την πύλη Voltone όπως είπαμε ενδιάμεσα. Ύστερα συνέχιζε στην οδό Μποφώρ κι έφτανε στο λιμάνι. Έξω από τα τείχη αυτά απλωνόταν ακτινωτά οι δρόμοι προς τα διάφορα μέρη της Κρήτης.
Τους πρώτους αιώνες της Ενετοκρατίας, ο κίνδυνος για τους Ενετούς ήταν εσωτερικός, δηλαδή ο Κρητικός λαός που δεν ανεχόταν τη δουλεία. Μετά την καταστολή της Επανάστασης των αδερφών Καλλέργη (1364), η οποία κατεστάλη το 1367, οι σχέσεις Ενετών- Κρητικών εξομαλύνθηκαν.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο νέος κίνδυνος που ανέτειλε ήταν ο Τουρκικός. Έτσι, οι Ενετοί ξεκίνησαν να προετοιμάζουν την άμυνα τους, κτίζοντας δεκάδες φρούρια στο νησί. Ο Χάνδακας μεγάλωνε συνεχώς και οι συνοικισμοί κτίζονταν άναρχα έξω από τα τείχη, με τον πληθυσμό εκτός τειχών να είναι 4 φορές μεγαλύτερος από αυτόν μέσα στο κάστρο. Επίσης, μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας και τη χρήση της στα τηλεβόλα όπλα τον 15ο αιώνα, η κατασκευή ενός μεγαλύτερου και ισχυρότερου Ενετικού κάστρου, που θα προστάτευε όλη την πόλη, ήταν μονόδρομος. Η ανοικοδόμηση των νέων τειχών (τα σημερινά τείχη του Ηρακλείου) ξεκίνησε το 1462 και διήρκησε περισσότερο από έναν αιώνα. Τα αρχικά σχέδια ήταν του μηχανικού Καμποφρεγκόζο, αλλά στην πορεία χρησιμοποιήθηκαν σχέδια του ικανότατου μηχανικού Michel Sammicheli. Η δαπάνη της ανοικοδόμησης βάρυνε τα ταμεία της Βενετίας και του Βασιλείου της Κρήτης, τον Κρητικό λαό, τη Εκκλησία και τους Εβραίους. Όλοι οι Κρητικοί 14-60 χρονών, ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν κάθε χρόνο μια αγγαρεία μιας βδομάδας, μαζί με τα ζώα τους, χωρίς αμοιβή και διατροφή. Τα υλικά μεταφέρονταν από τα λατομεία του Κατσαμπά, το Τηγάνι Χερσονήσου και τα ερείπια της Κνωσού.
Γύρω από τα τείχη ανοίχτηκε βαθειά τάφρος, που μετέτρεψε την πόλη σε ένα απόρθητο κάστρο. Το τείχος αποτελούσε την τελευταία λέξη της οχυρωματικής τέχνης της εποχής, εξασφαλίζοντας πλήρη ασφάλεια στην πόλη. Το τείχος ήταν σχήματος τριγωνικού με βάση την παραθαλάσσια πλευρά του, συνολικού μήκους 3km. Η τάφρος, που είχε ανοιχτεί γύρω από αυτό, ήταν μεγάλου πλάτους, και βάθους. Από την έξω μεριά της τάφρου είχαν υψωθεί προτειχίσματα ή αντερείσματα, καθώς και μικρά εξωτερικά φρούρια (τα Revelini) για να καθιστούν δυσκολότερη την προσέγγιση των τειχών από τους εχθρούς.
Πύλες
Το κάστρο είχε τέσσερις πύλες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα:
Στη βόρεια μεριά, στο τέρμα της σημερινής 25ης Αυγούστου, ήταν η πύλη του Μώλου, με την οποία επικοινωνούσε η πόλη με το λιμάνι. Εδώ γράφτηκε ο πρόλογος και ο επίλογος της Τουρκικής κατάκτησης του νησιού τον Σεπτέμβριο του 1669 και τον Αύγουστο του 1898, αντίστοιχα.
Στην ανατολική πλευράμ εκεί που είναι σήμερα το άγαλμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, βρισκόταν η πύλη του Αγίου Γεωργίου ή Λαζαρέτο, με την οποία η πόλη επικοινωνούσε με την ανατολική Κρήτη και το λοιμοκαθαρτήριο (λαζαρέτο).
Στη νότια πλευρά είχε κατασκευαστεί από το 1587 η πύλη του Ιησού ή Καινούργια Πόρτα. Η πύλη αυτή άνοιγε την πόλη προς τις νότιες επαρχίες του νομού. Από εδώ επίσης έμπαινε στο Ηράκλειο, ο αγωγός που τροφοδοτούσε με νερό την πόλη. Η σημερινή Καινούργια Πόρτα δεν μοιάζει καθόλου με την πύλη της εποχής.
Στη δυτική πλευρά, στο τέλος της πλατείας Στράτα (Strata Larga) της σημερινής οδού Καλοκαιρινού είχε κατασκευαστεί η Πύλη του Παντοκράτορα (Panigra), η σημερινή Χανιώπορτα, που είχε (κι έχει) στο πάνω μέρος την προτομή του Παντοκράτορα με τη λέξη Omnipotens (παντοκράτωρ). Από αυτή την πύλη επικοινωνούσε η πόλη με τη Δυτική Κρήτη.
Οι τρεις χερσαίες πύλες του Αγίου Γεωργίου, του Ιησού και του Παντοκράτορα έκλειναν εσωτερικά και εξωτερικά με βαριές και στέρεες πόρτες κάθε βράδυ την ώρα της Δύσης του ηλίου και άνοιγαν το πρωί με την ανατολή του. Όσοι δεν προλάβαιναν να μπουν μέσα διανυκτέρευαν σε ειδικά θολωτά κτίρια, γι’αυτό το σκοπό. Οι πύλες στην εξωτερική τους πλευρά προστατεύονταν από ημικυκλικές προεξοχές που ονομάζονταν Orecchione (μεγάλα αυτιά). Εκτός από τις τέσσερις αυτές κύριες πύλες, υπήρχαν ακόμη τρεις άλλες για στρατιωτικούς σκοπούς. Αυτές ήταν η πύλη του Αγίου Ανδρέα (ΒΔ), η πύλη της Αμμουδιάς ή Sabionera (ΒΑ) και η πύλη Δερματά στον ομώνυμο κόλπο (που βρίσκεται δίπλα στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας), η οποία άνοιγε προς τη θάλασσα. Η τελευταία είχε κατασκευαστεί ως διέξοδος την περίπτωση αποκλεισμού του στομίου του Ενετικού Λιμανιού. Στην πύλη αυτή αποβιβάστηκαν τον Νοέμβριο του 1668 οι Γάλλοι εθελοντές του Κόμητα De La Feuillades, που όμως κανονιοβολήθηκαν από τους Τούρκους, από τις εκβολές του Γιόφυρου ποταμού. Η πύλη αυτή υπάρχει και σήμερα, δίπλα στο νέο δημοτικό πάρκινγκ, απέναντι από το Μποδοσάκειο Σχολείο.
Προμαχώνες
Το χερσαίο τείχος είχε ενισχυθεί με εφτά προμαχώνες. Οι προμαχώνες αντικατέστησαν τους ογκώδεις στρογγυλούς και πολυγωνικούς πύργους των τειχών, μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας, και προορίζονταν να εξυπηρετήσουν τη χρήση των νέων αυτών όπλων, τα οποία δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με ευχέρεια στα ογκώδη κτίσματα των παλιών οχυρωματικών συστημάτων. Ο προμαχώνας ήταν μια συμπαγής πλατφόρμα, που προεξείχε από τα τείχη, για να μπορέσει να προσβάλει σε μεγαλύτερη έκταση και να υποστηρίζει αποτελεσματικά τα παρακείμενα μέρη της οχύρωσης. Στις γωνίες του πολυγωνικού οχυρωματικού περιβόλου κατασκευάζονταν συνήθως πενταγωνικού προμαχώνες.
Οι επτά προμαχώνες των τειχών του ηρακλείου ήταν τοποθετημένοι πάνω στα τείχη ως εξής:
Στη βορειοανατολική γωνία, απέναντι από το σημερινό ξενοδοχείο Ατλαντίς, υπήρχε ο προμαχώνας της Άμμου (Sabionera), με τον επιπρομαχώνα Zane.
Στην νοτιοανατολική γωνία (στο σημερινό Καπετανάκειο) ήταν ο προμαχώνας Βιρούρι, με τον ομώνυμο επιπρομαχώνα. Στην Πύλη του Ιησού (σημερινή Καινούργια πόρτα) είχε κτιστεί ο ομώνυμος προμαχώνας. Στην κορυφή του τριγωνικού περιβόλου βρισκόταν ο προμαχώνας του Μαρτινέγκο, όπου βρίσκεται σήμερα ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη. Είναι ο μεγαλύτερος προμαχώνας του Ηρακλείου. Απέναντι από το νοσοκομείο Πανάνειο, στο Κομμένο Μπεντένι, υπήρχε ο προμαχώνας της Βηθλεέμ. Δίπλα στην Πύλη του Παντοκράτορα (Χανιώπορτα) υπήρχε ο ομώνυμος προμαχώνας. Στη βορειοδυτική γωνία του τείχους, υπήρχε ο προμαχώνας του Αγίου Ανδρέα, ο μικρότερος του Χάνδακα. Στο τείχος και, κατά κανόνα, πίσω από τους προμαχώνες είχαν κατασκευαστεί τετράγωνα οικοδομήματα, με χοντρούς τοίχους και θολωτές στέγες, που προορίζονταν για οπλαποθήκες.
Για τη συμπλήρωση της οχύρωσης της πόλης, οι Ενετοί κατεδάφισαν το μικρό παλιό φρούριο στην είσοδο του λιμανιού και έκτισαν μέσα σε 17 χρόνια το νέο φρούριο Rocca al mare (φρούριο της θάλασσας), τον γνωστό μας Κούλε, που δεσπόζει ακόμη στο παλιό λιμάνι.
Στις παραμονές του Κρητικού Πολέμου (1630), οι Ενετοί είχαν εξοπλίσει το Κάστρο και το φρούριο με 428 τηλεβόλα διαφόρα διαμετρημάτων. Η πραγματικά άριστη οχύρωση του Ηρακλείου από τους Ενετούς, ήταν η αιτία που ο Χάνδακας ονομάστηκε Μεγάλο Κάστρο.
Τα τείχη του Ηρακλείου κατά την Τουρκοκρατία
Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Μεγάλο Κάστρο το 1669, ύστερα από περίπου 23 χρόνια πολιορκίας (29 Μαΐου 1648 – 18 Σεπτεμβρίου 1669), μετά από την προδοσία του Ενετού συνταγματάρχη Ανδρέα Μπαρότση, μπαίνοντας από τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα. Η πολιορκία του Κάστρου ήταν μάλιστα η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία. Αφού το κατέλαβαν, χρησιμοποίησαν το οχυρωματικό σύστημα τω Ενετών για την εδραίωση τους απέναντι στον Κρητικό λαό. Επισκεύασαν το τείχος και τα φρούρια τριγύρω, τα συμπλήρωσαν και τα προσάρμοσαν στις ανάγκες τους. Συγχρόνως, άλλαξαν τις ονομασίες, τις οποίες μετέφεραν στη γλώσσα τους. Έτσι, ο προμαχώνας Μαρτινέγκο ονομάστηκε Γιουκσέκ Τάμπια, τα ορεκιόνε ονομάστηκαν Μπούρτζι, ο προμαχώνας του Αγίου Ανδρέα ονομάστηκε Γιουρούς Καπισί (πύλη της εφόδου), η Πύλη του Ιησού ονομάστηκε Γενί Καπού (Κανούργια Πόρτα), η Πύλη του Δερματά ονομάστηκε Κουμ Καπί, το φρούριο της θάλασσας ονομάστηκε Κούλες, κ.α.
Η οχύρωση του Μεγάλου Κάστρου, σε περιόδους ειρήνης, φαίνεται ότι παραμελιόταν από τους κατακτητές. Εντούτοις, ο οχυρωματικός περίβολος του Ηρακλείου και το φρούριο του Κούλε σώζονται σήμερα σε άριστη κατάσταση και αποτελούν τα καλύτερα διατηρημένα Ενετικά έργα στην Ευρώπη.