News & Events
Ο μινωικός πολιτισμός έγινε γνωστός με τις ανασκαφές που έκανε το 1900 ο Άγγλος αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς όταν ανέσκαψε στην Κνωσό το παλάτι του μυθικού βασιλιά Μίνωα.
Οι πρώτες ανθρώπινες εγκαταστάσεις στην Κρήτη ανάγονται στη νεολιθική εποχή, γύρω στα 6.000 π.Χ. Κατά την τρίτη χιλιετία οι Μινωίτες αναπτύσσουν τη ναυτιλία τους και δημιουργούν σχέσεις με την Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μεσοποταμία. Δημιουργείται έτσι ο μινωικός πολιτισμός, που γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση από το 1900 π.Χ. Τότε για πρώτη φορά χτίζονται ανάκτορα στην Κνωσό, στη Φαιστό και στα Μάλια, γεγονός που δείχνει ότι στην Κρήτη έχουμε βασιλιάδες, που συγκεντρώνουν την εξουσία στα χέρια τους. Ακόμη τότε αρχίζει η μινωική θαλασσοκρατία με τη δημιουργία αποικιών και εμπορικών σταθμών.
Γύρω στα 1700 π.Χ. ένας ισχυρός σεισμός προκαλεί τεράστιες καταστροφές στη μινωική Κρήτη. Ωστόσο οι Μινωίτες ανοικοδομούν τα ανάκτορα (στην Κνωσό, στη Φαιστό, στη Ζάκρο και στα Μάλια) με περισσότερη φροντίδα, μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια. Το ανάκτορο της Κνωσού είναι το πιο μεγαλοπρεπές και τελειότερο αρχιτεκτονικά σε σχέση με τα υπόλοιπα.
Η θρησκεία επίσης παίζει σπουδαίο ρόλο στη ζωή των Μινωιτών, που λατρεύουν ιδιαίτερα τη Μητέρα-Θεά, που εμφανίζεται στις παραστάσεις άλλοτε ως κυρία θηρίων, άλλοτε καθισμένη κάτω από το ιερό δέντρο κι άλλοτε τυλιγμένη με ένα μεγάλο φίδι ή κρατώντας στα χέρια της φίδια. Τα διπλά κέρατα, ο διπλός πέλεκυς, το φίδι, ο ταύρος-σύμβολο της γονιμότητας-, ο αίγαγρος κ.ά. αποτελούν τα βασικά ιερά σύμβολα και τα ιερά ζώα της μινωικής θρησκείας. Οι θεότητες λατρεύονται σε ανακτορικά ή εξοχικά ιερά καθώς δεν υπάρχουν μεγάλα λατρευτικά κέντρα.
Μια από τις μεγάλες κατακτήσεις του μινωικού πολιτισμού είναι η χρήση της γραφής. Στην αρχή η μινωική γραφή έχει ομοιότητες με τα ιερογλυφικά της Αιγύπτου. Ακολουθεί ένα άλλο είδος γραφής, που ονομάζεται «Γραμμική Α». Μετά το 1450 π.Χ. με την επικράτηση των Αχαιών (Μυκηναίων) στην Κνωσό, καθιερώνεται η «Γραμμική Β» (που αποκρυπτογραφείται το 1952 από τους Βρετανούς Βέντρις και Τσάντγουικ).
Εντύπωση προκαλούν και τα έργα της μινωικής τέχνης, όπως είναι οι περίφημες τοιχογραφίες, τα καμαραϊκά αγγεία, διάφορα έργα χρυσοχοΐας και οι σφραγιδόλιθοι.
Ωστόσο η άνθηση του μινωικού πολιτισμού διακόπτεται από μια τρομακτική έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας γύρω στο 1450 π.Χ. Μεγάλες πυρκαγιές αποτέφρωσαν τα κτήρια, ενώ τα παλιρροΐκά κύματα που ακολούθησαν το σεισμό σάρωσαν το μεγαλύτερο μέρος των οικισμών της Κρήτης, γεγονός που προκάλεσε την εγκατάλειψη των ανακτορικών κέντρων και πολλών οικισμών. Τη δύσκολη κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν τότε οι Αχαιοί (Μυκηναίοι) που εισέβαλαν στην Κρήτη, εγκαταστάθηκαν στην Κνωσό και επέβαλαν την κυριαρχία τους. Μετά την υποταγή της στους Μυκηναίους η Μινωική Κρήτη σιγά-σιγά παρήκμασε.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Κατά την κλασική εποχή η Κρήτη δεν πήρε μέρος στο σημαντικότερο εμφύλιο πόλεμο που ήταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.). Για το πολίτευμα των κρητικών πόλεων στηριζόμαστε σε όσα λέει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του. Σύμφωνα με αυτόν υπήρχε μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στο κρητικό και στο σπαρτιατικό πολίτευμα.
ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η Κρήτη υποτάσσεται στους Ρωμαίους το 67π.Χ. και μετατρέπεται σε ρωμαϊκή επαρχία. Το σίγουρο είναι πάντως ότι η εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής κυριαρχίας δεν επέφερε πλήρη διάλυση της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής του νησιού. Ακόμα χαρακτηριστικό είναι πως στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας επέζησαν οι παραδοσιακές κρητικές λατρείες. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στο νησί από το δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. από τον επίσκοπο Τίτο, αντιπρόσωπο του αποστόλου Παύλου.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Την εποχή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ του Τραυλού(820-829) Σαρακηνοί Άραβες κατέλαβαν το νησί. Οι Άραβες φέρθηκαν πολύ σκληρά στους κατοίκους της Κρήτης και ανάγκασαν πολλές χιλιάδες του πληθυσμού να αλλαξοπιστήσουν. Ίδρυσαν νέα πρωτεύουσα στη θέση του σημερινού Ηρακλείου, που ονομάστηκε Χάνδακας, γιατί περιβαλλόταν από φαρδιά τάφρο.
Το 826 οι Βυζαντινοί έκαναν μία μεγάλη εκστρατεία για να ανακαταλάβουν το νησί, αλλά υπέστησαν συντριπτική ήττα. Οι προσπάθειες των Βυζαντινών να ανακαταλάβουν την Κρήτη συνεχίστηκαν και σε ολόκληρο τον 9ο αιώνα χωρίς όμως επιτυχία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνει η Κρήτη ορμητήριο των Σαρακηνών, που καταλήστευαν με πειρατικές επιδρομές τις επαρχίες του Βυζαντίου.
Την εποχή του Ρωμανού Β΄ (959-963) έγινε η μεγαλύτερη εκστρατεία των Βυζαντινών εναντίον των Σαρακηνών της Κρήτης με επικεφαλής το Νικηφόρο Φωκά (960). Έπειτα από σκληρή πολιορκία και συνεχείς επιτυχίες τα βυζαντινά στρατεύματα κυρίεψαν το Χάνδακα το Μάρτιο του 961 και προέβησαν σε μεγάλη σφαγή των Αράβων. Ακόμη κατεδάφισαν τα τείχη που είχαν χτίσει οι Άραβες στο Χάνδακα, και εγκατέστησαν στο νησί ισχυρή φρουρά.
ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ
Το 1204 μετά την κατάληψη του Βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους η Κρήτη αποδόθηκε στο Βονιφάτιο το Μομφερρατικό που την παραχώρησε στους Βενετούς αντί μιας ποσότητας καθαρού ασημιού. Η κατάληψη της Κρήτης από τους Βενετούς (1212-1669) και η παραχώρηση τιμαρίων (μεγάλων κτημάτων) σε Βενετούς ευγενείς προκάλεσε την αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού και ακολούθησαν πολλές εξεγέρσεις κατά της βενετικής εξουσίας.
Η οικονομική ωστόσο άνθηση των κρητικών πόλεων κατά την Ενετοκρατία συνέβαλε και στην πολιτιστική άνοδο του νησιού. Έτσι πολλοί Κρητικοί σπούδαζαν στην Ιταλία και όταν επέστρεφαν πρωτοστατούσαν στην πνευματική κίνηση του νησιού. Στα τέλη του 16ου αιώνα και στις αρχές του 17ου ιδρύθηκαν στις μεγάλες κρητικές πόλεις φιλολογικά σωματεία, που οργάνωναν φιλολογικές βραδιές και θεατρικές παραστάσεις. Εισηγητής του κρητικού θεάτρου ήταν μια μεγάλη ποιητική μορφή, ο Γεώργιος Χορτάτσης, που έγραψε τα έργα Γύπαρης ή Πανώρια (ποιμενική ιλαροτραγωδία), Ερωφίλη (τραγωδία) και Κατσούρμπος (κωμωδία). Αλλά ο μεγαλύτερος ποιητής ήταν χωρίς αμφιβολία ο Βιτσέντζος Κορνάρος που έγραψε τη Θυσία του Αβραάμ και τον Ερωτόκριτο. Άλλα σπουδαία έργα που γράφτηκαν αυτή την εποχή στην Κρήτη είναι η Βοσκοπούλα, έργο άγνωστου ποιητή, η κωμωδία Στάθης, έργο πιθανόν του Χορτάτση, ο Βασιλεύς Ροδινός του Ιωάννη – Ανδρέα Τρωίλου και ο Φουρτουνάτος του Μάρκου – Αντώνιου Φώσκολου. Σημαντική άνθηση γνώρισε και η ζωγραφική με επιρροές από τους αγιογράφους του Βυζαντίου. Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (Ελ Γκρέκο) γεννήθηκε και μαθήτευσε στην Κρήτη την εποχή αυτή.
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Το 17ο αιώνα η ιστορία της Κρήτης παίρνει την πιο δραματική της τροπή. Οι Τούρκοι είναι οι νέοι κατακτητές του νησιού. Ως πρώτο στόχο των πολεμικών τους επιχειρήσεων διαλέγουν τα Χανιά. Η πόλη των Χανιών παραδίδεται στους Τούρκους τον Αύγουστο του 1645. Τον Οκτώβριο του 1646 καταλαμβάνουν το Ρέθυμνο. Τέλος το Μάιο του 1648 αρχίζει η πολιορκία του Χάνδακα που διαρκεί 21 χρόνια έως το 1669..
Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους προκάλεσε μεγάλο κύμα αποδημίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους ευγενείς και στους πλουσίους και δημιούργησε πολλούς εξισλαμισμούς ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών και των πόλεων. Στον αποδεκατισμό του λαού συνέβαλε και το παιδομάζωμα. Αγόρια ηλικίας 8-13 ετών εξισλαμίζονταν για να γίνουν δυνάστες του λαού τους.
Στα τέλη του 17ου αιώνα πολλοί Κρητικοί ζήτησαν απ’ το πατριαρχείο Ιεροσολύμων την άδεια να γίνουν τυπικά μόνο μωαμεθανοί για να αποφύγουν τη σκληρή καταπίεση των Τούρκων. Ο πατριάρχης Νεκτάριος Πελοπόδας τους έδωσε την άδεια του και έτσι χιλιάδες Κρητικοί έγιναν μωαμεθανοί. Το 1700 διακόσιες χιλιάδες κάτοικοι της Κρήτης ήταν μωαμεθανοί και μόνο 150.000 χριστιανοί.
Παρόλα αυτά οι Κρητικοί δε δέχτηκαν να υποταχτούν στον τουρκικό ζυγό. Το 1692 πήραν μέρος στον ανεπιτυχή πόλεμο που ξεκίνησαν οι Βενετοί εναντίον των Τούρκων.
Στα 1770 ξέσπασε μεγάλη εξέγερση στα Σφακιά με αρχηγό τον Ιωάννη Δασκαλογιάννη, που είχε όμως και αυτή ατυχή κατάληξη.
Η κρητική όμως φλόγα για ελευθερία ολοένα και φούντωνε. Η είδηση του Μεγάλου Ξεσηκωμού του Γένους έφτασε αργά στην Κρήτη από έμπορους Σφακιανούς.
Στις 21 Μαΐου 1821 έγινε συνέλευση στα Σφακιά όπου αποφασίστηκε και οργανώθηκε η επανάσταση. Οι μάχες που γίνονταν ήταν τρομερές. Οι Έλληνες ολοένα και κέρδιζαν έδαφος, με τους Τούρκους όμως να σφάζουν γυναικόπαιδα ως αντίποινα. Πρώτα ελευθερώθηκε το δυτικό μέρος και σιγά-σιγά οι επαναστάτες προχωρούσαν προς το κέντρο. Η έλλειψη ωστόσο συντονισμού και ενός ηγέτη της επανάστασης ήταν αισθητή. Οι Κρητικοί ζήτησαν από τον Υψηλάντη να ορίσει έναν αρχηγό. Αρχηγός ορίστηκε ο Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλης, πλούσιος Έλληνας από τη Ρωσία, που αποδείχθηκε όμως άπειρος για την Κρητική επανάσταση.
Βλέποντας οι Τούρκοι ότι δεν μπορούσαν να υποτάξουν τους επαναστάτες ζήτησαν βοήθεια από την Αίγυπτο. Έτσι στις 28 Μαΐου 1822 ο Μωχάμετ Άλη μαζί με πολυάριθμο στρατό και στόλο αποβιβάστηκε ανενόχλητος στη Σούδα. Οι μάχες που γίνονταν ήταν σκληρές καθώς ο αριθμός των κατακτητών ήταν πολύ μεγάλος. Όμως οι Κρητικοί δεν έπαψαν να πολεμούν γενναία. Παρά τις παρακλήσεις για βοήθεια από την υπόλοιπη Ελλάδα, δεν υπήρχε καμία απάντηση. Το Νοέμβριο του 1822 αποφασίστηκε η αντικατάσταση του Αφεντούλη από τον Υδραίο Εμμανουήλ Τομπάζη που έφτασε στην Κρήτη στις 20 Μαΐου. Ο νέος αρμοστής όμως αποδείχθηκε αναποτελεσματικός για την εξέλιξη της επανάστασης. Κι ενώ οι κατακτητές δυνάμωναν από τις αιγυπτιακές δυνάμεις, η λανθασμένη στρατηγική του Τομπάζη σιγά σιγά κατέπνιγε το επαναστατικό κίνημα. Στις αρχές Απριλίου 1824 ο Τομπάζης έφυγε από την Κρήτη και μαζί με αυτόν έσβηνε η επανάσταση.
Οι μόνοι που αντιστέκονταν ήταν οι “καλησπέρηδες”, οι χαϊνηδες δηλαδή που ήταν κρυμμένοι στα βουνά και έκαναν κλεφτοπόλεμο προκαλώντας σημαντικές ζημιές στα τουρκικά στρατεύματα. Η προσφορά της Κρήτης στην εδραίωση της ελληνικής επανάστασης ήταν μεγάλη. Για 3 χρόνια η Κρήτη κρατούσε απασχολημένο το στρατό του Μωχάμετ Άλη στο νησί χωρίς να μπορεί να επιτεθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Ακόμα πολλοί ήταν οι εκπατρισμένοι Κρητικοί που βοήθησαν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Στις 2 Αυγούστου 1824 Σφακιανοί κατέλαβαν τη Γραμβούσα, που έγινε κέντρο των επαναστατικών επιχειρήσεων των επόμενων ετών. Η φλόγα της επανάστασης άρχισε να φουντώνει ξανά παρά τα όσα είχαν περάσει οι Κρητικοί.
Στο οριστικό πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 30 Φεβρουαρίου 1830, με το οποίο αποφασίστηκαν τα οριστικά σύνορα του ελληνικού κράτους, η Κρήτη δεν ήταν μέσα, με αποτέλεσμα την απογοήτευση των Κρητικών, αφού ο πολυετής αγώνας τους δε δικαιώθηκε. Με την παρέμβαση των Μ. Δυνάμεων έγινε ανακωχή που όμως οι Τούρκοι ποτέ δεν τήρησαν.
Στις 22 Ιανουαρίου 1831 η Κρήτη πέρασε στα χέρια των Αιγυπτίων σαν προσφορά του σουλτάνου στον Μωχάμετ Άλη για τις υπηρεσίες του. Το 1840 ο Μωχάμετ Άλη έπειτα από αποτυχημένη εξέγερση κατά του σουλτάνου αναγκάστηκε να παραδώσει την Κρήτη στους Τούρκους.Έτσι άρχισε η νέα περίοδος της Τουρκοκρατίας.
Στις 21 Αυγούστου 1866 αποφασίστηκε νέα επαναστατική δράση που βρήκε τους Κρητικούς με παλαιό οπλισμό και λιγότερους σε αριθμό από τους κατακτητές που ήταν εκπαιδευμένοι και με σύγχρονο οπλισμό. Οι Κρητικοί όμως ήξεραν τον τόπο τους πολύ καλά και μπόρεσαν να αμυνθούν και να οργανωθούν στα βουνά και στα στενά περάσματα. Στην Αθήνα ιδρύθηκε η “Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή” που βοήθησε πολύ την επανάσταση με όπλα και τρόφιμα που μεταφέρονταν με πλοία στο νησί. Στη Μονή Αρκαδίου έγινε μία από τις σημαντικότερες μάχες του Κρητικού αγώνα. Εκεί οι πολιορκημένοι ανατινάχτηκαν, όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Μονή. Τα νέα της μάχης διαδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη και πολλοί βοήθησαν την επανάσταση με κάθε τρόπο. Τον Ιανουάριο του 1869 οι Μ. Δυνάμεις ανάγκασαν την Ελλάδα να μη στέλνει βοήθεια στο νησί.
Το 1878 αναζωπυρώθηκε ο αγώνας για την απελευθέρωση του νησιού. Η επαναστατική συνέλευση που συνήλθε στα Σφακιά ανακήρυξε την ένωση του νησιού με την Ελλάδα και απηύθυνε έκκληση για την πραγματοποίησή της στις Μ. Δυνάμεις και στην Ελλάδα. Επακολούθησαν σκληρές μάχες στις οποίες οι Τούρκοι είχαν μεγάλες απώλειες. Έτσι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και δέχτηκαν να υπογράψουν συνθήκη και να παραχωρήσουν αυτοδιοίκηση στους Κρήτες. Η συνθήκη υπογράφτηκε στις 15 Οκτωβρίου 1878 και είναι γνωστή με την ονομασία «Σύμβαση της Χαλέπας». Δεν εξασφαλιζόταν όμως η πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα.
Μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 οι ηγέτες των Κρητών δέχτηκαν την προτεινόμενη από τις Μ. Δυνάμεις λύση της αυτονομίας. Η άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου ως ύπατου αρμοστή των Μεγάλων δυνάμεων άνοιξε τον δρόμο προς τη δικαίωση του πολυετή Κρητικού αγώνα. Ο νέος αρμοστής εγκαταστάθηκε στο προάστιο Χαλέπα των Χανίων και είχε κύριο μέλημα τη σωστή λειτουργία της Κρήτης μετά την αυτονομία. Έτσι σχηματίστηκε κυβέρνηση και σύνταγμα με τον Ελ. Βενιζέλο ως υπουργό δικαιοσύνης. Η παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν έντονη αφού κατείχαν τις κυριότερες πόλεις. Ακόμα η ένωση του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα δεν προβλεπόταν, ενώ καθεμιά από τις Μεγάλες Δυνάμεις είχε συμφέροντα στο νησί. Έτσι επήλθε ρήξη μεταξύ του νέου αρμοστή και του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος υποχώρησε μετά τα συκοφαντικά δημοσιεύματα στον Αθηναϊκό τύπο, που ήταν έργο του πρίγκιπα. Ο Ελ. Βενιζέλος όμως οργανώθηκε και με την υποστήριξη σημαντικών προσωπικοτήτων της Κρήτης κήρυξε επανάσταση στο Θέρισο (1905). Εκεί οργανώθηκε “Προσωρινήν Κυβέρνησιν Κρήτης”, η οποία τύπωσε εφημερίδα και έκανε εσωτερικό δάνειο 100.000 δρχ. Οι μικροσυρράξεις ήταν αναπόφευκτες και το Νοέμβριο του 1905 υπεγράφη στις Μουρνιές πρωτόκολλο τερματισμού της επανάστασης με θρίαμβο του Βενιζέλου. Νέος αρμοστής ορίστηκε ο Αλεξ. Ζαΐμης το Δεκέμβριο του 1906. Στις 24 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας εξέδωσε ψήφισμα για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, που όμως δεν αναγνωρίστηκε από την Ελληνική κυβέρνηση. Ο πόθος για την ένωση ήταν μεγάλος και όταν υψώθηκε Ελληνική σημαία στο φρούριο του Φιρκά, οι Μεγάλες Δυνάμεις ενοχλήθηκαν και τον Αύγουστο του 1909 αποβίβασαν στρατιωτικό άγημα το οποίο απέκοψε τον ιστό της. Η ανάληψη της διακυβερνήσεως της Ελλάδας από τον Ελ. Βενιζέλο έδωσε ελπίδες για την ένωση. Όμως ο Βενιζέλος με το οξύτατο πολιτικό του αισθητήριο περίμενε την κατάλληλη στιγμή που θα ενεργούσε. Έτσι την 1η Οκτωβρίου 1912 και ύστερα από την κήρυξη πολέμου της Ιταλίας στην Τουρκία, ο Ελ. Βενιζέλος κάλεσε τους Κρήτες βουλευτές να λάβουν μέρος στη συνεδρίαση της Ελληνικής βουλής όπου ανακοινώθηκε η ύπαρξη κοινού κοινοβουλίου για την Ελλάδα και την Κρήτη. Η ευτυχής για την Ελλάδα έκβαση των βαλκανικών πολέμων έδωσε στο Κρητικό Ζήτημα την οριστική λύση του. Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα κηρύχθηκε επίσημα την 1η Δεκεμβρίου 1913 και η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
Η μάχη της Κρήτης. Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα (Απρίλιος 1941), η ελληνική κυβέρνηση μετέφερε την έδρα στην Κρήτη. Εκεί βρίσκονταν περίπου 30.000 Βρετανοί στρατιώτες και 11.500 άνδρες του ελληνικού τακτικού στρατού. Οι Γερμανοί μετά την κατάληψη της Ελλάδας αποφάσισαν αμέσως να καταλάβουν την Κρήτη. Για το σκοπό αυτό διέθεσαν 1.000 περίπου αεροπλάνα, 23.000 άνδρες και συγχρόνως προβλεπόταν η μεταφορά και άλλων δυνάμεων με πολεμικά πλοία. Ανάμεσα στα γερμανικά στρατεύματα συγκαταλέγονταν επίλεκτες δυνάμεις όπως η VII μεραρχία αλεξιπτωτιστών και η V ορεινή μεραρχία πεζικού. Κυρίως στόχος των Γερμανών ήταν η κατάληψη των αεροδρομίων Μάλεμε, Σούδας, Ρεθύμνου, Ηρακλείου, για να είναι δυνατή στη συνέχεια η μεταφορά μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων. Το πρωί της 20ης Μαΐου άρχισε η γερμανική επιχείρηση με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών. Οι μεγαλύτερες δυνάμεις αλεξιπτωτιστών ρίχτηκαν στην περιοχή του Ηρακλείου (περισσότεροι από δύο τάγματα), στο Ρέθυμνο (τρεις λόχοι αλεξιπτωτιστών), στο Μάλεμε (250 αλεξιπτωτιστές) και μικρότερες δυνάμεις στην Αγιά, στα Περβόλια, στο Καστέλι Κίσσαμου και στο Ακρωτήρι. Οι Γερμανοί βρήκαν μεγάλη αντίσταση κατά την πρώτη μέρα και είχαν μεγάλες απώλειες (600 νεκροί στην περιοχή του Ηρακλείου, 250 στο Μάλεμε, 80 στο Καστέλι και πολλοί στις άλλες περιοχές). Έπειτα από αυτή τους την αποτυχία οι Γερμανοί αναγκάστηκαν τη δεύτερη μέρα των πολεμικών επιχειρήσεων να εγκαταλείψουν τους άλλους στόχους και να περιοριστούν μόνο στην κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε. Έτσι, μετά το σφοδρό βομβαρδισμό των συμμαχικών θέσεων, έριξαν ισχυρές δυνάμεις αλεξιπτωτιστών στο Μάλεμε και παρά τις μεγάλες απώλειες τους αποβίβασαν τμήμα της V ορεινής μεραρχίας και κατέλαβαν το αεροδρόμιο. Τις επόμενες μέρες συνέχισαν να μεταφέρουν καινούργιες στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά συνάντησαν μεγάλες δυσκολίες στην κατάληψη στρατηγικών θέσεων στο νησί, γιατί είχαν μεγάλες απώλειες από τη δράση των κατοίκων του νησιού, που έδειξαν μεγάλη τόλμη. Στη συνέχεια οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Χανιά και την περιοχή του Ηρακλείου, ενώ τα συμμαχικά στρατεύματα αποχωρούσαν από την Κρήτη στις 30 και 31 Μαΐου με κατεύθυνση την Αίγυπτο.
Οι συνολικές απώλειες των Γερμανών στη μάχη της Κρήτης ήταν τεράστιες: 8.500 νεκροί και τραυματίες. Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν 2.500 νεκρούς και τραυματίες και 11.500 αιχμαλώτους. Πολύ μεγάλες όμως ήταν η απώλειες του κρητικού πληθυσμού, γιατί η γενναία αντίστασή του προκάλεσε την οργή των Γερμανών. Σκοτώθηκαν περίπου 3.000 άτομα και κάηκαν πολλά χωριά.
Η μάχη της Κρήτης διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή γιατί προκάλεσε μεγάλες απώλειες στους Γερμανούς σε έμψυχο και άψυχο υλικό και έδωσε το χρόνο στους Άγγλους να κυριαρχήσουν στο Ιράκ, να καταλάβουν τη Συρία και να οργανώσουν την άμυνα της Αιγύπτου. Ο αγώνας των Κρητικών για την ελευθερία συνεχίστηκε αμείωτος και σ’ όλο το διάστημα της γερμανικής κατοχής με την δράση των αντάρτικων ομάδων.
(Συγγραφή-επιμέλεια από την ιστορικό- φιλόλογο Μαίρη Ασανάκη).